- βαπορήσιος
- -α, -ο1. κατάλληλος για βαπόρι, σχετικός με τα βαπόρια2. αυτός που παρασκευάζεται και σερβίρεται μέσα στο βαπόρι, συνήθως σε υψηλότερη τιμή («καφές βαπορήσιος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek